Περιστατικό εγκυμοσύνης με Μεγαλοκυτταροϊό (CMV)

Περιστατικό γυναίκας 33 ετών με εξωσωματική, ιστορικό θρομβοφιλίας και σακχαρώδους διαβήτη, κύησης με ινσουλίνη, πρωτοτόκος.

Στις 16 εβδομάδες παρουσίασε αυξημένα ηπατικά ένζυμα και θετικά αντισώματα IgG και IgM για CMV. Επισκέφθηκε λοιμωξιολόγο, ο οποίος έδωσε τις ανάλογες οδηγίες και ετέθη το θέμα διακοπής της κύησης. Η ίδια ήθελε να εξαντληθούν όλες οι πιθανότητες για να μην προβεί σε διακοπή κύησης.

Στις 20 εβδομάδες έκανε αμνιοπαρακέντηση και βρέθηκαν θετικά τα αντισώματα για CMV στο αμνιακό υγρό. Η γυναίκα δεν θέλησε να κάνει διακοπή κύησης και προχώρησε σε ενδοφλέβια ανοσοσφαιρίνη ανά 20 ημέρες μέχρι τις 38 εβδομάδες.

Στις 38 εβδομάδες και 1 ημέρα γέννησε με καισαρική τομή άρρεν έμβρυο, 3600kg, υγιές χωρίς κανένα πρόβλημα!

 

Ευχαριστήριο σημείωμα μητέρας:

“Ένα πολύ μεγάλο ευχαριστώ στη γιατρό μας για τον παίδαρο που κρατάμε πλέον στα χέρια μας! Στάθηκε από την αρχή δίπλα μας, φροντίζοντας να ξεπεραστούν ανώδυνα όλα τα προβλήματα που αντιμετωπίσαμε, τόσο κατά την περίοδο της εγκυμοσύνης, όσο και κατά τον τοκετό. Με είχε διαβεβαιώσει ότι δε θα ταλαιπωρηθώ καθόλου και πραγματικά όλα κύλησαν πολύ ομαλά. Ήταν πάντα καθησυχαστική, δίνοντάς μας το απαραίτητο κουράγιο. Και το κυριότερο, βγήκε ένας μπέμπης όπως τον είχε περιγράψει, μεγάλος, ψηλός, υγιής και κούκλος!!!”

 

ΜΕΓΑΛΟΚΥΤΤΑΡΟΪΟΣ (CMV)

Ο μεγαλοκυτταροϊός CMV είναι ένας ιός που μπορεί να προκαλέσει μία πολύ επικίνδυνη λοίμωξη στο έμβρυο, το οποίο κινδυνεύει ακόμα και με θάνατο. Μπορεί να προκαλέσει  νοητική καθυστέρηση, διαταραχές στην ομιλία, κώφωση, βλάβες στην όραση, σπασμούς και παράλυση.

Η μητέρα μπορεί να μολυνθεί κατά την σεξουαλική επαφή, κυρίως όμως από επαφή με εκκρίσεις μολυσμένων παιδιών. Ο ιός μεταδίδεται από τα ούρα αυτών των παιδιών, τα σάλια και τις μύξες.

Το έμβρυο μολύνεται, κατά την διάρκεια της εγκυμοσύνης, από την μητέρα, από τα λευκά της αιμοσφαίρια, μέσω πλακούντα και αμνιακού υγρού. Μετά την γέννα το νεογνό μολύνεται με την επαφή του αίματος της μητέρας και των διαφόρων υγρών.  Κυρίως με το μολυσμένο μητρικό γάλα.

Η διάγνωση γίνεται με τις εξετάσεις αίματος για ειδικά αντισώματα του CMV, IgG και IgM. Είναι σημαντικό να ξέρουμε αν η μητέρα έχει μολυνθεί πριν την εγκυμοσύνη και έχει αντισώματα για τον ιό. Αν έχει, τότε δεν χρειάζεται άλλος έλεγχος για CMV κατά την διάρκεια της κύησης. Αν όμως η μητέρα είναι αρνητική, δηλαδή δεν είχε αντισώματα πριν την κύηση ή στην αρχή της, γίνεται έλεγχος των ειδικών αντισωμάτων IgG και IgM τον δεύτερο και τον  τέταρτο μήνα της κυήσης. Αν εμφανίσει αντισώματα θετικά για μόλυνση κατά την διάρκεια της κύησης, τότε χρειάζεται περαιτέρω έλεγχος.

Αν η μητέρα μολυνθεί το τελευταίο τρίμηνο της κυήσης, η διάγνωση στο έμβρυο πραγματοποιείται με υπερηχογράφημα και μετά τον τοκετό με αξονική τομογραφία, εξετάσεις των ούρων-αίματος .